Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν ἐμαυτοῦ

См. также в других словарях:

  • ἐμαυτοῦ — of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… …   Dictionary of Greek

  • Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 'μαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἠμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαυτῶν — ἐμαυτοῦ of me fem gen pl ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμεωυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg (ionic) ἐμαυτοῦ of me neut acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»